- πρωτοκόλληση
- η, Ν [πρωτοκολλώ]η ενέργεια τού πρωτοκολλώ, η καταχώριση εγγράφου σε πρωτόκολλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοκόλληση — η καταχώριση εγγράφου στο πρωτόκολλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοκολλητής — ο, θηλ. πρωτοκολλήτρια, Ν υπάλληλος ασχολούμενος ειδικά με την πρωτοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek